- καταψιά
- και καταπιά, η1. κατέβασμα τού φαγητού με μια χαψιά, κατάποση2. ποσότητα τροφής ή φαγητού που μπορεί να καταπιεί κάποιος με μια κατάποση.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιά < καταπίνω. Ο τ. καταψιά πιθ. αναλογικά προς το χαψιά].
Dictionary of Greek. 2013.